Άρθρο της Όλγας Χριστινάκη στο Αυτοδιοικητικό Βήμα Μαρτίου 2021
Ο Μάρτιος, ο μήνας της Γιορτής της Γυναίκας, θα γεμίσει πάλι με δημοσιεύσεις, αναρτήσεις, δηλώσεις και, γενικώς, λόγια για τη συμβολή της γυναίκας σε μικρούς καθημερινούς ή μεγάλους διαχρονικούς αγώνες. Αυτά τα πολλά και βαρύγδουπα λόγια, όμως, ίσως είναι ο τρόπος για να καλυφθεί ένα μεγάλο κενό. Το κενό της αλήθειας.
Στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έναν χώρο που συνδέεται άμεσα με τις γειτονιές μας, τα σχολειά μας, τις τοπικές δομές υγείας και πρόνοιας, την καθημερινότητά μας, αποκαλύπτεται στην πράξη μια άλλη, κυνική αλήθεια, για τη θέση της γυναίκας. Στις τελευταίες εκλογές, η ποσόστωση των δύο φύλων, είχε αυξηθεί με νομοθέτηση σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με το 40% του συνολικού αριθμού των υποψηφίων του. Το σχέδιο νόμου που φέρνει η σημερινή Κυβέρνηση, όπως έχει διαρρεύσει, φαίνεται να μειώνει την ποσόστωση σε 33%. Πρόκειται για ένα βήμα πίσω, υψηλά αρνητικού συμβολισμού, που, θεωρώ, δεν ενθαρρύνει τις γυναίκες να σπάσουν τα στερεότυπα, στα οποία τις έχουν εγκλωβίσει. Είναι ξεκάθαρο ότι η ποσόστωση αφορά στη συμμετοχή των γυναικών στο ψηφοδέλτιο και όχι στην εκλογιμότητά τους, καθώς δεν φαίνεται εκ των αποτελεσμάτων η αύξηση της εκλογής γυναικών, ωστόσο, δεν παύει να είναι ένα κίνητρο για να βγουν οι γυναίκες προς τα έξω. Ποια είναι, όμως, στ’ αλήθεια, η εικόνα της συμμετοχής των γυναικών και της ανάδειξής τους σε ηγετικές σχέσεις1
Όπως τιτλοφορείται ενημερωτικό έγγραφο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (European Parliament, EPRS_BRI (2020), Women in local and regional government _Still a long way from achieving party, Μάρτιος 2019) «ο δρόμος για την επίτευξη της ισότητας των γυναικών στην τοπική και περιφερειακή διακυβέρνηση είναι ακόμα μακρύς». Παρά το γεγονός ότι η ισότητα των φύλων είναι μια από τις θεμελιώδεις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 2 και άρθρο 3 παρ. 3 Συνθήκης Ε.Ε. και άρθρο 8 ΣΛΕΕ) και έχουν υιοθετηθεί μια σειρά σχετικών ψηφισμάτων, τα νούμερα αποτυπώνουν μια σκληρή πραγματικότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του 2019, τα οποία δημοσιεύθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), το ποσοστό των γυναικών και των προέδρων των περιφερειακών οργάνων ανέρχεται στο ένα τρίτο (33,5%) των εκλεγμένων μελών. Σε τοπικό επίπεδο, τα στοιχεία του EIGE δείχνουν ότι στην ΕΕ το έτος 2019 μόλις το 32,6% ήταν γυναίκες δήμαρχοι και μέλη τοπικών και δημοτικών συμβουλίων, ποσοστό βελτιούμενο με πολύ αργούς ρυθμούς (μόλις 0,3% ετησίως από το 2005 και εξής). Υπάρχουν χώρες της ΕΕ με ικανοποιητικά επίπεδα συμμετοχής (Σουηδία, Γαλλία, Φινλανδία, Βέλγιο, Ισπανία, Λετονία, Σλοβενία, Δανία και Κάτω Χώρες), ωστόσο, καμία χώρα δεν έχει φτάσει στην ισοτιμία γυναικών ανδρών σε τοπικό επίπεδο, παρά τη θέσπιση ποσοστώσεων σε πολλές από αυτές, αφού από τα στοιχεία προκύπτει ότι το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στα περιφερειακά όργανα δεν ξεπερνάει το 50% σε καμία χώρα της Ε.Ε.
Η εικόνα είναι ακόμα πιο αρνητική, αν εξετάσουμε τα ποσοστά όχι σε επίπεδο συμβούλων, αλλά ως προς τους επικεφαλής. Σύμφωνα με μελέτη του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Δήμων και Περιφερειών (CEMR) σε 41 ευρωπαϊκές χώρες, μόνο το 15,4% των δημάρχων είναι γυναίκες, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από αυτό των γυναικών που εκλέγονται σε δημοτικά συμβούλια. Όπως επισημαίνεται στο ενημερωτικό της Ε.Ε. φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμα διαρθρωτικά και κοινωνικά εμπόδια για τη διεκδίκηση ηγετικών θέσεων από τις γυναίκες, στα οποία προστίθενται και οι πεποιθήσεις των ίδιων των γυναικών για τις ικανότητές τους, τους κινδύνους της υποβολής υποψηφιότητας και επιμέρους αποθαρρυντικούς παράγοντες, όπως η άνιση πρόσβαση σε βασικά «όπλα» μιας εκλογικής διαδικασίας (χρόνος, χρήμα, πολιτικά δίκτυα), η ανισότητα στον επιμερισμό της οικογενειακής ευθύνης, η κυριαρχία των ανδρών σε κόμματα, τα κοινωνικά στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων και η απουσία γυναικείων προτύπων. Οι αντιλήψεις αυτές, σύμφωνα με το ενημερωτικό, ξεκινάνε από πολύ νεαρή ηλικία, με τη διαμόρφωση διαφορετικών προσδοκιών σταδιοδρομίας για κορίτσια και αγόρια στο σχολείο, για να καταλήξει στο συμπέρασμά της η Ε.Ε. ότι ενδέχεται μέρος του στερεότυπου να είναι το «μήνυμα» που περνιέται από νωρίς πως οι γυναίκες δεν έχουν δημιουργηθεί για πολιτική ή πως δεν είναι «νόμιμοι» πολιτικοί παράγοντες.
Η ανησυχία αυτή μπορούμε να πούμε ότι επιβεβαιώνεται, μελετώντας τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών 2019. Μπορεί η ποσόστωση να ενεργοποίησε κάποιες γυναίκες και να διεκδίκησαν την εκλογή τους, ωστόσο, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που απλώς «συμπλήρωναν» με την παρουσία τους τα κενά. Αλλά και σε επίπεδο εκλογιμότητας, ανατρέχοντας κανείς στις συνθέσεις των περισσότερων δημοτικών συμβουλίων διαπιστώνει ότι η αντρική παρουσία «νικά κατά κράτος». Να σημειώσω ότι στον Δήμο Δάφνης Υμηττού, στον οποίο δραστηριοποιούμαι, στους 26 συμβούλους που εκλέχθηκαν με σταυρό, καθώς οι υπόλοιποι 7 ήταν επικεφαλής συνδυασμών, μόλις οι 6 είναι γυναίκες. Και αν τα αποτελέσματα σε επίπεδο σταυροδοσίας συμβούλων, όπου η συμμετοχή κρίνεται πιο «ανώδυνη» για τα διάφορα στερεότυπα, κυμαίνεται χαμηλά ως προς τις γυναίκες συμβούλους, για τις γυναίκες υποψήφιες σε επίπεδο ηγετικών θέσεων στη χώρα μας, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως αποτυπώθηκαν στατιστικά σε Ενημερωτικό της Γενικής Γραμματείας Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων (Γ.Γ.Ι.Φ), η εικόνα για τις δημοτικές εκλογές 2019 στη χώρα μας έχει ως εξής: Σε σύνολο 1635 συνδυασμών που συμμετείχαν στις δημοτικές εκλογές 2019, μόλις 180 γυναίκες ηγηθήκαν τον ψηφοδελτίων αυτών και οι υπόλοιποι 1455 συνδυασμοί είχαν υποψήφιο δήμαρχο άντρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα ποσοστά γυναικών υποψήφιων δημάρχων σε 35 από τις 79 Περιφερειακές Ενότητες κυμάνθηκαν μεταξύ 11,1% και 33,3%, ενώ στους 67 δήμους των 35 περιφερειών δεν υπήρχε καμία γυναίκα υποψήφια δήμαρχος. Σε 18 από τις περιφερειακές ενότητες της χώρας δε, δεν υπήρχε καμία γυναίκα υποψήφια σε κανέναν δήμο τους. Τέλος, σε μόλις δύο περιφερειακές ενότητες το 50% των υποψηφίων δημάρχων ήταν γυναίκες, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία σε δύο μόνο δήμους της Ελλάδας (Σίφνος και Φολέγανδρος) κατήλθαν υποψήφιες δήμαρχοι μόνο γυναίκες.
Ως προς τα αποτελέσματα της έτσι κι αλλιώς ισχνής συμμετοχής αρκεί να καταγραφεί το εξής: Στο σύνολο των 332 δήμων εκλέχθηκαν τελικά μόλις 19 γυναίκες δήμαρχοι, αριθμός συγκριτικά πολύ μικρός μπροστά στους 313 άνδρες δημάρχους.
Σαφώς η επιλογή κάθε πολίτη πρέπει να γίνεται με βάση την πραγματική αξία κάθε υποψηφίου, ανεξαρτήτως φύλου. Όμως, τόσο το ποσοστό συμμετοχής, όσο και η πραγματικότητα για τα προβλήματα που πρέπει να υπερκεράσει μια γυναίκα, τρέχοντας σε έναν ανδροκρατούμενο «στίβο», δεν μας επιτρέπει στρουθοκαμηλισμούς. Σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ): «Διαφαίνεται, δυστυχώς, ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδρομής προς την εξίσωση των δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών, μέσω των συνταγματικών και πολιτικών κατοχυρώσεων, όπως επίσης και της ανάπτυξης πρωτοβουλιών και δράσεων, το δρομολόγιο της έμφυλης διαφοράς είναι διπλά εγγεγραμμένο. Το ζήτημα παραμένει: δεν είναι μόνον η περιορισμένη συμμετοχή και εκπροσώπηση των γυναικών στις πολιτικές διαδικασίες, αλλά ότι η ιδεολογική κατασκευή του φύλου διατηρεί το «άρρεν» ως κυρίαρχο και επικρατούν, καθώς η παρουσία των γυναικών στις δομές λήψης αποφάσεων παραμένει μειωμένη, αφού υφίστανται ποικίλους ιδεολογικούς και δομικούς αποκλεισμούς».
Τελικά, ποιους εξυπηρετεί η συμμετοχή των γυναικών να παραμένει λίγο συμπληρωματική; Τι είναι αυτό που κρατάει πίσω την ουσιαστική συμμετοχή των γυναικών και την εκλογιμότητά τους; Μάλλον ρητορικά ερωτήματα! Προσωπικά, έχοντας την τιμή να είμαι επικεφαλής ψηφοδελτίου στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, ενός ψηφοδελτίου που η ποσόστωση «κινδύνευσε» να ενεργοποιηθεί για το ποσοστό συμμετοχής των ανδρών σε αυτό, θεωρώ ότι αυτό που λείπει είναι η αληθινή παρακίνηση των γυναικών να εκτεθούν και η έμπρακτη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους, απαλλαγμένη από τις όποιες φοβίες διατάραξης διαχρονικών «ισορροπιών».
Κλείνοντας και για την αξία της ιστορίας, θα ήθελα να αναφερθώ στο 1951, όταν, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, η Θεσσαλονίκη έγινε η πρώτη ελληνική πόλη που εξέλεξε δήμαρχο γυναίκα, τη φυματιολόγο Αρίστη Παγιατάκη. Όμως, η Παγιατάκη παύθηκε από δήμαρχος, λίγες μέρες μετά την εκλογή της. Ο δεύτερος σε ψήφους συνυποψήφιός της από την ίδια παράταξη, Παντελής Πετρακάκης, προσέφυγε στο εκλογοδικείο με επιχείρημα τον ασαφή νόμο που επέτρεπε στις γυναίκες το εκλέγειν και εκλέγεσθαι, όχι όμως στη θέση του δημάρχου, αλλά μόνο σε αυτή του δημοτικού συμβούλου. Έτσι, ενάμιση μήνα μετά τις εκλογές ο Πετρακάκης ορίστηκε δήμαρχος και η Παγιατάκη παρέμεινε ως δημοτική σύμβουλος μέχρι το τέλος της θητείας. Ουδέποτε συμμετείχε έκτοτε σε εκλογές!
Αν η απογοήτευση –λογικό- ήταν ο λόγος που η Παγιατάκη δεν συμμετείχε ξανά σε εκλογές, θεωρώ ότι αυτό είναι ένα χαμένο στοίχημα. Οι γυναίκες, όπως και κάθε ενεργός πολίτης, οφείλουμε να εξακολουθούμε να δίνουμε τον αγώνα, κόντρα σε κάθε προγνωστικό. Γιατί, τελικά, κάθε φωνή που υψώνεται κόντρα στο ρεύμα, είναι μια παρακαταθήκη!